- ταραξάνδρα
- ἡ, Α(ως ονομασία μιας Σίβυλλας) γυναίκα που σκανδαλίζει τους άνδρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- τού ταράσσω (πρβλ. μέλλ. ταράξω, τάραξις) + -ανδρα (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. καλεσ-άνδρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταραξανδρία — ἡ, ΜΑ [ταραξάνδρα] ταραξάνδρα* … Dictionary of Greek